ἔφλαδον

ἔφλαδον
ἔφλᾰδον,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔφλαδον — φλάζω% 2 aor ind act 3rd pl φλάζω% 2 aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοφθόρος — λινοφθόρος, ον (Α) αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, ψυχο φθόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”