ἔφλαδον
Look at other dictionaries:
ἔφλαδον — φλάζω% 2 aor ind act 3rd pl φλάζω% 2 aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοφθόρος — λινοφθόρος, ον (Α) αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek